- ποντοπόρῳ
- ποντόποροςseafaringmasc/fem/neut dat sgποντοπόροςmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποντοπορώ — ποντοπορῶ, έω, ΝΜΑ [ποντοπόρος] 1. (για πλοίο) διαπλέω τη θάλασσα 2. (για πρόσ.) ταξιδεύω με πλοίο στο ανοιχτό πέλαγος («καὶ πλῆθος ἐφοδίων ἄφθονον, ὅπως ἐπιλίπῃ μηδέν αὐτοὺς ποντοποροῡντας», Πλούτ.) αρχ. μτφ. παλεύω με τις αντιξοότητες τής ζωής … Dictionary of Greek
ποντοπορώ — ποντοπόρησα, ταξιδεύω σε ανοιχτές θάλασσες, θαλασσοπορώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νηπιαχεύω — (Α) (το ενεργ. και το μέσ.) ενεργώ ή συμπεριφέρομαι σαν να είμαι νήπιο, παιδιαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < νηπίαχος «νήπιο» αντί νηπιαχώ (πρβλ. ποντοπορώ: ποντο πορεύω)] … Dictionary of Greek
πελαγοδρομώ — πελαγοδρομῶ, έω, ΝΑ [πελαγοδρόμος] πλέω στο πέλαγος, διαπλέω ανοιχτή θάλασσα, θαλασσοπορώ, ποντοπορώ νεοελλ. μτφ. χάνω τον ειρμό τών σκέψεων και ενεργειών μου, παραπαίω, ξεφεύγω από το θέμα μου, κάνω απέραντες παρεκβάσεις, απεραντολογώ … Dictionary of Greek
ποντοπορεύω — Α [ποντοπόρος] διαπλέω τη θάλασσα, ποντοπορώ, θαλασσοπορώ … Dictionary of Greek